Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας set off
γ΄ ενικό ενεστώτα sets off
αόριστος set off
παθητική μετοχή set off
ενεργητική μετοχή setting off

  Ετυμολογία επεξεργασία

set off < → δείτε τις λέξεις set και off

  Ρήμα επεξεργασία

set off (en)

  1. ενεργοποιώ
  2. κινώ, ξεκινώ για να πάω κάπου
    He set off for his village.
    Κίνησε για το χωριό του.
    They set off at dawn.
    Ξεκινήσανε την αυγή.
     συνώνυμα: set out, start, start out

  Πηγές επεξεργασία