proxy
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
proxy (en)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
proxy | proxies |
proxy (en)
- το πληρεξούσιο
- (λογισμικό) λογισμικό που παρεμβαίνει στην λειτουργία ενός άλλου λογισμικού (έχει την ίδια διεπαφή) με σκοπό την παροχή επιπλέον λειτουργικότητας
- υπώνυμα: caching proxy, proxy server
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- proxy στην αγγλική Βικιπαίδεια