contexte
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
contexte (fr) αρσενικό
- το συγκειμενικό πλαίσιο (μιας λέξης, μιας πρότασης, ενός εδαφίου), τα συμφραζόμενα
- το σύνολο των περιστάσεων μέσα στις οποίες εισέρχεται ένα γεγονός, το πλαίσιο