Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

cognomen < co- + nomen < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁nḗh₃mn̥

  Ουσιαστικό επεξεργασία

cognomen ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη nomen

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική cognomen cognomină
γενική cognominis cognominum
δοτική cognominī cognominĭbus
αιτιατική cognomen cognomină
κλητική cognomen cognomină
αφαιρετική cognomine cognominĭbus
(γ' κλίση)