cognomen
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- cognomen < co- + nomen < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁nḗh₃mn̥
Ουσιαστικό επεξεργασία
cognomen ουδέτερο
- το τρίτο (praenomen-nomen-cognomen) από τα ονόματα ενός Ρωμαίου πολίτη. Αρχικά ήταν παρατσούκλι, αργότερα έγινε κληροδοτούμενο στοιχείο του επίσημου ονόματος. Στα ελληνικά μεταφράζεται ως επώνυμο ή παρωνύμιο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη nomen