attack
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
attack | attacks |
attack (en)
- επίθεση
- (πληροφορική) η προσπάθεια εκμετάλλευσης κενού ασφαλείας ώστε να προσπελαστεί υπολογιστής
- → δείτε τη λέξη zero-day attack
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Υπώνυμα επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | attack |
γ΄ ενικό ενεστώτα | attacks |
αόριστος | attacked |
παθητική μετοχή | attacked |
ενεργητική μετοχή | attacking |
attack (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) επιτίθεμαι, χρησιμοποιώ βία για να προσπαθήσω να πληγώσω ή να σκοτώσω κάποιον
- ↪ Our dog attacked the mailman.
- Το σκυλί μας επιτέθηκε στον ταχυδρόμο.
- ↪ Our dog attacked the mailman.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) επιτίθεμαι, χρησιμοποιώ όπλα εναντίον ενός εχθρού σε έναν πόλεμο
- ↪ He ordered us to attack.
- Διέταξε να επιτεθούμε.
- ↪ He ordered us to attack.
- (μεταβατικό) επιτίθεμαι, επικρίνω αυστηρά κάποιον ή κάτι
- ↪ His wife attacked him because he was late.
- Του επιτέθηκε η γυναίκα του γιατί άργησε.
- ↪ His wife attacked him because he was late.