Συνεισφορές χρήστη 2A02:2149:8427:6800:A550:1A5A:B275:CC25
Για τον 2A02:2149:8427:6800:A550:1A5A:B275:CC25 συζήτηση Καταγραφές φραγών καταγραφές καταγραφές καταχρήσεων
29 Σεπτεμβρίου 2019
- 02:1302:13, 29 Σεπτεμβρίου 2019 διαφ. ιστορ. +126 Ν Συζήτηση:ρόζος Νέα σελίδα: ρόζος στον ενικό ρόζος σε ξύλο, κακή εικόνα διότι έχει και άλλο δίσκο τρέχουσα
- 02:0302:03, 29 Σεπτεμβρίου 2019 διαφ. ιστορ. +53 αφήγηση →Συνώνυμα Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
- 02:0102:01, 29 Σεπτεμβρίου 2019 διαφ. ιστορ. +1 αφήγηση →Συγγενικές λέξεις: κάποιοι συνειδητά αλλοιώνουν την ορθογραφία Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
- 02:0002:00, 29 Σεπτεμβρίου 2019 διαφ. ιστορ. +19 σπικάζ →Μεταφράσεις Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
- 01:0101:01, 29 Σεπτεμβρίου 2019 διαφ. ιστορ. +57 πιστικός →Ουσιαστικό Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
- 01:0001:00, 29 Σεπτεμβρίου 2019 διαφ. ιστορ. +231 πιστικός →Ελληνικά (el): έχουν ξεχωριστές ετυμολογίες Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
- 00:5600:56, 29 Σεπτεμβρίου 2019 διαφ. ιστορ. −76 πειστικός →Αρχαία ελληνικά (grc): λείπει η αρχαία ετυμολογία Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
- 00:4700:47, 29 Σεπτεμβρίου 2019 διαφ. ιστορ. +25 λιγουλάκι →Μεταφράσεις Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
- 00:4700:47, 29 Σεπτεμβρίου 2019 διαφ. ιστορ. +163 tad →Αγγλικά (en) τρέχουσα Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
- 00:4400:44, 29 Σεπτεμβρίου 2019 διαφ. ιστορ. +51 αγοράκι →Μεταφράσεις Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
- 00:3900:39, 29 Σεπτεμβρίου 2019 διαφ. ιστορ. +139 κατιφές →Μεταφράσεις Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
- 00:3600:36, 29 Σεπτεμβρίου 2019 διαφ. ιστορ. −7 κατιφές Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
- 00:1100:11, 29 Σεπτεμβρίου 2019 διαφ. ιστορ. +505 Ν Συζήτηση:διάστημα Τα εγκυκλοπαιδικά άρθρα στην Βικιπαίδεια, αλλά μην στερείς από την Ελλάδα σπάνιους συνδέσμους που δεν υπάρχουν εκεί! τρέχουσα
- 00:0900:09, 29 Σεπτεμβρίου 2019 διαφ. ιστορ. +867 Ν Συζήτηση:string together This invention of vowel letters makes reading easier so the need to divide words becomes less pressing. Spaces between words make a comeback only in the 7th century in the writings of Irish monks. Gradually, spaces made their way into the writing systems in France and across Europe.Oct 5, 2010 https://www.languagesoftheworld.info › ... Give me some space! - Languages Of The World
- 00:0300:03, 29 Σεπτεμβρίου 2019 διαφ. ιστορ. −1 string together →Ρήμα: λεξικογραφικώς καταμετρούνται οι κατ' επέκταση[ν] όροι (εκτός αν η λεπτομέρεια είναι πολύ μικρή) Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
- 00:0000:00, 29 Σεπτεμβρίου 2019 διαφ. ιστορ. +50 string together →Ρήμα Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
28 Σεπτεμβρίου 2019
- 23:5923:59, 28 Σεπτεμβρίου 2019 διαφ. ιστορ. +66 string together →Αγγλικά (en) Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
- 23:5823:58, 28 Σεπτεμβρίου 2019 διαφ. ιστορ. +13 συναπαρτίζω →Μεταφράσεις: Definition of string together. : to combine (different things) into something that is complete, useful, etc. See if you can string the theories together into something that makes sense. The filmmaker strung together interviews with a number of experts on the subject. https://www.merriam-webster.com › ... String Together | Definition of String Together by Merriam-Webster Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
- 20:5420:54, 28 Σεπτεμβρίου 2019 διαφ. ιστορ. +362 μπεκροκανάτα →Μεταφράσεις: προβληματική η νοηματική διαφοροποίηση για κάποιες μεταφράσεις Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
- 20:4020:40, 28 Σεπτεμβρίου 2019 διαφ. ιστορ. −11 παλιόκρασο →Μεταφράσεις: Oxford Dictionary: vino /ˈviːnəʊ/ noun INFORMAL noun: vino; plural noun: vinos wine, especially that which is cheap or of inferior quality. Origin Spanish and Italian, ‘wine’. Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό