Διόμεια
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | τὰ | Διόμειᾰ |
γενική | τῶν | Διομείων |
δοτική | τοῖς | Διομείοις |
αιτιατική | τὰ | Διόμειᾰ |
κλητική ὦ! | Διόμειᾰ | |
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΔιόμεια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Πηγές
επεξεργασία- Διόμεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.