Αϊδονιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αϊδονιώ | ||
γενική | της | Αϊδονιώς | ||
αιτιατική | την | Αϊδονιώ | ||
κλητική | Αϊδονιώ | |||
Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αϊδονιώ < αϊδόνι + -ώ• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑϊδονιώ θηλυκό