Αφοί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Αφοί | ||
γενική | των | Αφών | ||
αιτιατική | τους | Αφούς | ||
κλητική | Αφοί | |||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Συντομομορφή
επεξεργασίαΑφοί αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό συντομογραφία