Ασήμω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ασήμω | ||
γενική | της | Ασήμως | ||
αιτιατική | την | Ασήμω | ||
κλητική | Ασήμω | |||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ασήμω < ασήμι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ασήμω θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ασήμω
|