Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Αννιτσώ
      γενική της Αννιτσώς
    αιτιατική την Αννιτσώ
     κλητική Αννιτσώ
Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αννιτσώ < Άνν(α) + -ιτσώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.niˈt͡so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αν‐νι‐τσώ

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αννιτσώ θηλυκό, μόνο στον ενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία