Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Αμοιρσώ
      γενική της Αμοιρσώς
    αιτιατική την Αμοιρσώ
     κλητική Αμοιρσώ
Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αμοιρσώ < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.miɾˈso/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐μοιρ‐σώ

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αμοιρσώ θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία