Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική żebraczka żebraczki
γενική żebraczki żebraczek
δοτική żebraczce żebraczkom
αιτιατική żebracz żebraczki
οργανική żebracz żebraczkami
τοπική żebraczce żebraczkach
κλητική żebraczko żebraczki

  Ουσιαστικό επεξεργασία

żebraczka (pl) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία