Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.lɛk.tɔ.ʁa/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
électorat électorats

électorat (fr) αρσενικό

  1. το αξίωμα ενός ψηφοφόρου κατά την Αγία Αυτοκρατορία
  2. η επικράτεια αυτού του αξιωματούχου
  3. η ιδιότητα ενός ψηφοφόρου, η χρήση του δικαιώματος ψηφοφορίας
  4. το εκλογικό σώμα
     συνώνυμα: collège électoral, corps électoral

Συγγενικά

επεξεργασία