électrice
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.lɛk.tʁis/
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
électrice | électrices |
électrice (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
électrice | électrices |
électrice (fr) θηλυκό