électoralisme
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
électoralisme | électoralismes |
Ουσιαστικό επεξεργασία
électoralisme (fr) αρσενικό
- (πολιτική) δημαγωγική συμπεριφορά με σκοπό την απόκτηση ψήφων με όλα τα μέσα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη électeur