écumeur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | écumeur | écumeurs |
θηλυκό | écumeuse | écumeuses |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαécumeur (fr) αρσενικό
- ο πειρατής
- ≈ συνώνυμα: corsaire, flibustier, pirate
- ο λογοκλόπος
- écumeur de marmites, écumeur de tables, ο πιατογλείφτης