écumant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | écumant | écumants |
θηλυκό | écumante | écumantes |
Επίθετο επεξεργασία
écumant (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | écumant | écumants |
θηλυκό | écumante | écumantes |
écumant (fr) αρσενικό