ενικός         πληθυντικός  
écumoire écumoires

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

écumoire (fr) θηλυκό

  1. το ξαφριστήρι, τρυπητή κουτάλα για την αφαίρεση του αφρού
  2. (μεταφορικά) το σουρωτήρι, το τρυπητό
     συνώνυμα: passoire

Συγγενικά

επεξεργασία