écumoire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
écumoire | écumoires |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαécumoire (fr) θηλυκό
- το ξαφριστήρι, τρυπητή κουτάλα για την αφαίρεση του αφρού
- (μεταφορικά) το σουρωτήρι, το τρυπητό
ενικός | πληθυντικός |
écumoire | écumoires |
écumoire (fr) θηλυκό