flibustier
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
flibustier < αγγλική freebooter
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fli.bys.tje/
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | flibustier | flibustiers |
θηλυκό | flibustière | flibustières |
flibustier (fr) αρσενικό