Überwachung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Überwachung | die | Überwachungen |
γενική | der | Überwachung | der | Überwachungen |
δοτική | der | Überwachung | den | Überwachungen |
αιτιατική | die | Überwachung | die | Überwachungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαÜberwachung (de) θηλυκό