workoholic
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- workoholic < work (δουλειά) + -oholic < alcoholic (αλκοολικός)
Επίθετο
επεξεργασίαworkoholic (en)
- άλλη μορφή του workaholic
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- workoholic < (άμεσο δάνειο) αγγλική workoholic
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
workoholic | workoholics |
workoholic (fr) αρσενικό ή θηλυκό