Ετυμολογία 1

επεξεργασία
when's: συναίρεση του when + 's (is)

  Συγχώνευση

επεξεργασία

when's (en)

  • πότε είναι; ή χρησιμοποιείται σε ερωτηματικές προτάσεις με who + το ρήμα is στον χρόνο του present continuous ή στους χρόνους που ανήκουν στο future tense με going to
    ⮡  When's it (at)?
    Πότε είναι;
    ⮡  When's the celebration?
    Πότε είναι η γιορτή;
    ⮡  When's he telling her?
    Πότε της το λέει;
    ⮡  When's she going to come to Greece?
    Πότε θα έρθει στην Ελλάδα;

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
when's: συναίρεση του when + 's (has)

  Συγχώνευση

επεξεργασία

when's (en)

  • (ανεπίσημο) χρησιμοποιείται σε ερωτηματικές προτάσεις με when + το ρήμα has για να φτιάξουν τον χρόνο του present perfect ή τον χρόνο του present perfect continuous
    ⮡  When's he driven you?
    Πότε σε έχει οδηγήσει;
    ⮡  When's she been studying?
    Πότε σπουδάζει;

  Ετυμολογία 3

επεξεργασία
when's: συναίρεση του when + 's (does)

  Συγχώνευση

επεξεργασία

when's (en)

  • (ανεπίσημο) χρησιμοποιείται σε ερωτηματικές προτάσεις με when + το ρήμα does στον χρόνο του simple present
    ⮡  When's the baby come?
    Πότε έρχεται το μωρό;