vocdonejo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vocdonejo | vocdonejoj |
αιτιατική | vocdonejon | vocdonejojn |
vocdonejo (eo)
- το εκλογικό γραφείο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vocdonejo | vocdonejoj |
αιτιατική | vocdonejon | vocdonejojn |
vocdonejo (eo)