unwilling
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | unwilling |
συγκριτικός | more unwilling |
υπερθετικός | most unwilling |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαunwilling (en)
παραθετικά | |
θετικός | unwilling |
συγκριτικός | more unwilling |
υπερθετικός | most unwilling |
unwilling (en)