Ετυμολογία

επεξεργασία
unwillingness < unwilling + -ness

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

unwillingness (en) (μη μετρήσιμο)

  • η απροθυμία
    ⮡  He showed unwillingness to help.
    Έδειξε απροθυμία να βοηθήσει.