παραθετικά
θετικός unnaturally
συγκριτικός more unnaturally
υπερθετικός most unnaturally

  Ετυμολογία

επεξεργασία
unnaturally < un- + naturally ή unnatural + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

unnaturally (en)

  • αφύσικα, παρά φύση, με τρόπο διαφορετικό από αυτό που είναι φυσιολογικό ή αναμενόμενο
    ⮡  The heat this year is unnaturally high.
    Η ζέστη εφέτος είναι αφύσικα υψηλή.
    ⮡  He is unnaturally tall/fat.
    Είναι παρά φύση ψηλός/χοντρός.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unusually