unconditional
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | unconditional |
συγκριτικός | more unconditional |
υπερθετικός | most unconditional |
Ετυμολογία
επεξεργασία- unconditional < un- + conditional
Επίθετο
επεξεργασίαunconditional (en)
- χωρίς όρους, άνευ όρων, ανεπιφύλακτος
- ⮡ unconditional aid - βοήθεια χωρίς όρους
- ⮡ unconditional surrender - παράδοση άνευ όρων
- ⮡ unconditional acceptance - ανεπιφύλακτη αποδοχή