truthful
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | truthful |
συγκριτικός | more truthful |
υπερθετικός | most truthful |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαtruthful (en)
- ειλικρινής, φιλαλήθης, για ένα πρόσωπο που λέει μόνο αυτό που είναι αλήθεια
- αληθινός, για μια δήλωση που δίνει τα αληθινά γεγονότα για κάτι
- ⮡ Everything she said is truthful.
- Όλα όσα είπε είναι αληθινά.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη true
- ≠ αντώνυμα: untruthful
- ⮡ Everything she said is truthful.