traînasser
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- traînasser < traîner
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαtraînasser (fr)
- (αμετάβατο) χασομερώ, αργοπορώ
- (αμετάβατο) περιφέρομαι άσκοπα
- ≈ συνώνυμα: traînailler, (οικείο) glander
- (μεταβατικό, παρωχημένο, σκωπτικό) περιφέρω, κουβαλώ, σέρνω