tiusenca
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tiusenca | tiusencaj |
αιτιατική | tiusencan | tiusencajn |
tiusenca (eo)
- που έχει αυτή την έννοια
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tiusenca | tiusencaj |
αιτιατική | tiusencan | tiusencajn |
tiusenca (eo)