senco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- senco < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senco | sencoj |
αιτιατική | sencon | sencojn |
senco (eo)
- το νόημα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senco | sencoj |
αιτιατική | sencon | sencojn |
senco (eo)