tigresse
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tigresse | tigresses |
tigresse (fr) θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) η τίγρη, το θηλυκό του τίγρης
- (μεταφορικά) χαϊδευτικό όνομα για ένα ζωηρό κορίτσι
- (μεταφορικά) πολύ ζηλιάρα και επιθετική γυναίκα