Ετυμολογία

επεξεργασία
tigresse < tigridia < λατινική tigris

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tigresse tigresses

tigresse (fr) θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) η τίγρη, το θηλυκό του τίγρης
  2. (μεταφορικά) χαϊδευτικό όνομα για ένα ζωηρό κορίτσι
  3. (μεταφορικά) πολύ ζηλιάρα και επιθετική γυναίκα

Συγγενικά

επεξεργασία