swoop
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
swoop | swoops |
swoop (en)
- εφόρμηση, έφοδος
- απότομη βουτιά στον αέρα, εναέρια βουτιά
- (μεταφορικά) βουτιά των τιμών στο χρηματιστήριο ή σε άλλους δείκτες, αστροφυσική: βουτιά της συμπαντικής πυκνότητας
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | swoop |
γ΄ ενικό ενεστώτα | swoops |
αόριστος | swooped |
παθητική μετοχή | swooped |
ενεργητική μετοχή | swooping |
swoop (en)
- (αμετάβατο) εφορμώ, ορμώ, ρίχνομαι, πέφτω πάνω κάποιον ή κάτι για να επιτεθώ
- ⮡ The hawk swooped down on its prey.
- Το γεράκι έπεσε πάνω/ρίχτηκε στο θύμα του.
- ⮡ A policeman on a motorcycle swooped in on the crowd.
- Ένας αστυνομικός με μοτοσικλέτα τα έπεσε πάνω στο πλήθος.
- ⮡ The hawk swooped down on its prey.
Πηγές
επεξεργασία- swoop - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697-699, 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: πέφτω, ρίχνω