Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
swoop swoops

swoop (en)

  1. εφόρμηση, έφοδος
  2. απότομη βουτιά στον αέρα, εναέρια βουτιά
    1. (μεταφορικά) βουτιά των τιμών στο χρηματιστήριο ή σε άλλους δείκτες, αστροφυσική: βουτιά της συμπαντικής πυκνότητας
ενεστώτας swoop
γ΄ ενικό ενεστώτα swoops
αόριστος swooped
παθητική μετοχή swooped
ενεργητική μετοχή swooping

swoop (en)

  • (αμετάβατο) εφορμώ, ορμώ, ρίχνομαι, πέφτω πάνω κάποιον ή κάτι για να επιτεθώ
    ⮡  The hawk swooped down on its prey.
    Το γεράκι έπεσε πάνω/ρίχτηκε στο θύμα του.
    ⮡  A policeman on a motorcycle swooped in on the crowd.
    Ένας αστυνομικός με μοτοσικλέτα τα έπεσε πάνω στο πλήθος.