streetlight
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
streetlight | streetlights |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαstreetlight (en)
- ο φανοστάτης, η κολόνα φωτισμού
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη street lamp
ενικός | πληθυντικός |
streetlight | streetlights |
streetlight (en)