streetlight
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
streetlight | streetlights |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαstreetlight (en)
- το φανάρι (του) δρόμου, το φως στον δρόμο, ο φανοστάτης, η κολόνα φωτισμού
- ⮡ The streetlight is on all night.
- Το φανάρι του δρόμου είναι αναμμένο όλη τη νύχτα.
- ⮡ The streetlights are very bright in the city.
- Τα φανάρια του δρόμου είναι πολύ φωτεινά στην πόλη.
- ⮡ The streetlight illuminates the dark road.
- Το φανάρι δρόμου φωτίζει το σκοτεινό δρόμο.
- ⮡ It turned to evening and the streetlights came on.
- Βράδιασε και άναψαν τα φώτα στους δρόμους.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη street lamp
- ⮡ The streetlight is on all night.