sprinter
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sprinter | sprinters |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
sprinter (en)
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- sprinter < → λείπει η ετυμολογία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sprinter | sprinters |
θηλυκό | sprinteuse | sprinteuses |
- (αθλητισμός) δρομέας ή ποδηλάτης, με ιδιαίτερες ικανότητες στην επιτάχυνση
ΡήμαΕπεξεργασία
sprinter (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- επιταχύνω και διατηρώ την ταχύτητά μου, κυρίως προς το τέλος ενός αγώνα
- (οικείο) τρέχω ή ποδηλατώ πολύ γρήγορα
Επεξεργασία
Πορτογαλικά (pt)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
sprinter (pt) αρσενικό
- (αθλητισμός) ο σπρίντερ