ενικός         πληθυντικός  
sprinter sprinters

  Ετυμολογία

επεξεργασία
sprinter < sprint + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sprinter (en)

  • ο/η σπρίντερ, ο/η δρομέας σε αγώνες ταχύτητας
    ⮡  The sprinter has been banned for life after failing a doping test.
    Ο σπρίντερ έχει αποκλειστεί δια βίου μετά από αποτυχία σε έλεγχο ντόπινγκ.



  Ετυμολογία

επεξεργασία
sprinter < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /spʁin.te/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό sprinter sprinters
θηλυκό sprinteuse sprinteuses

sprinter (fr), sprinteur

  1. (αθλητισμός) δρομέας ή ποδηλάτης, με ιδιαίτερες ικανότητες στην επιτάχυνση

sprinter (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. επιταχύνω και διατηρώ την ταχύτητά μου, κυρίως προς το τέλος ενός αγώνα
  2. (οικείο) τρέχω ή ποδηλατώ πολύ γρήγορα

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sprinter (pt) αρσενικό

  1. (αθλητισμός) ο σπρίντερ