south
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | south |
συγκριτικός | further south |
υπερθετικός | the furthest south |
south (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- νότιος, που βρίσκεται προς το νότο ή στο νότιο τμήμα ενός γεωγραφικού χώρου
- ⮡ the South Pole - ο Νότιος Πόλος
- ⮡ South America - η Νότια Αμερική
- ⮡ I am on the south peak.
- Βρίσκομαι στη νότια κορυφή.
- νότιος, που προέρχεται από το νότο ή που κατευθύνεται προς αυτόν
- ⮡ a south wind - νότιος άνεμος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | south |
συγκριτικός | further south |
υπερθετικός | the furthest south |
south (en)
- προς τα νότια, προς το νότο
- ⮡ We are sailing south.
- Πλέουμε προς τα νότια.
- ⮡ The house faces south.
- Το σπίτι βλέπει προς το νότο.
- ⮡ We are sailing south.
- νότια
- ⮡ Africa is south of Crete.
- Η Αφρική βρίσκεται νότια της Κρήτης.
- ⮡ Austria is south of Germany.
- Η Αυστρία είναι στα νότια της Γερμανίας.
- ⮡ We live south of London.
- Ζούμε νότια από το Λονδίνο.
- ⮡ Africa is south of Crete.
- (ανεπίσημο, αμερικανική σημασία) λιγότερο, χρησιμοποιείται κυρίως για χρήματα
- ⮡ I’m not going to sell it south of 50 euros.
- Δεν θα το πουλήσω λιγότερο από 50 ευρώ.
- ⮡ I’m not going to sell it south of 50 euros.
- (μεταφορικά) η διεύθυνση προς τα κάτω ή προς κάτι το αρνητικό
- ⮡ The situation has gone south.
- Η κατάσταση χειροτέρεψε.
- ⮡ The situation has gone south.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsouth (en)
- (συνήθως the south) ο νότος, ένα από τα τέσσερα κύρια σημεία του ορίζοντα
- ⮡ South is one of the four cardinal points.
- Ο νότος είναι ένα από τα 4 σημεία του ορίζοντα
- ⮡ The winds are blowing from the south.
- Οι άνεμοι πνέουν από τα νότια.
- ⮡ The house faces towards the south.
- Το σπίτι βλέπει προς το νότο.
- ⮡ In the south of Europe are the Mediterranean countries.
- Στα νότια της Ευρώπης βρίσκονται οι μεσογειακές χώρες.
- ⮡ Austria is to the south of Germany.
- Η Αυστρία είναι στα νότια της Γερμανίας.
- ⮡ South is one of the four cardinal points.
- (the south, the South) ο νότος, το νότιο τμήμα μιας χώρας, μιας περιοχής ή του κόσμου
- ⮡ the seas of/in the south - οι θάλασσες του νότου
- ⮡ the South of Greece - η Ελλάδα του νότου
- ⮡ the inhabitants of the south - οι κάτοικοι του νότου