skribilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skribilo | skribiloj |
αιτιατική | skribilon | skribilojn |
skribilo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skribilo | skribiloj |
αιτιατική | skribilon | skribilojn |
skribilo (eo)