sendependeco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sendependeco < sen (χωρίς, δίχως) + dependenco (εξάρτηση}
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sendependeco | sendependecoj |
αιτιατική | sendependecon | sendependecojn |
sendependeco (eo)