Λατινικά (la) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

sacer (la), sacra, sacrum

Κλίση επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική sacer sacra sacrum sacrī sacrae sacra
γενική sacrī sacrae sacrī sacrōrum sacrārum sacrōrum
δοτική sacrō sacrae sacrō sacrīs sacrīs sacrīs
αιτιατική sacrum sacram sacrum sacrōs sacrās sacra
κλητική sacer sacra sacrum sacrī sacrae sacra
αφαιρετική sacrō sacrā sacrō sacrīs sacrīs sacrīs
(Δευτερόκλιτα επίθετα) (Αντωνυμίες)

  Πηγές επεξεργασία