Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

séant < → δείτε τη λέξη seoir

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /se.ɑ̃/

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό séant séants
θηλυκό séante séantes

séant (fr)

  1. αυτός που εδράζει
  2. αρμόζων

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
séant séants

séant (fr) αρσενικό

  1. (οικείο) πισινός, κώλος

Εκφράσεις επεξεργασία