séant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- séant < → δείτε τη λέξη seoir
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | séant | séants |
θηλυκό | séante | séantes |
séant (fr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
séant | séants |
séant (fr) αρσενικό
Εκφράσεις επεξεργασία
- se mettre sur son séant: ανασηκώνομαι για να μείνω καθιστός (λέγεται για κάποιον που ήταν ξαπλωμένος)