Δείτε επίσης: ruché

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ruche ruches

ruche (fr) θηλυκό
Α.

  1. η κυψέλη
    - το καταφύγιο των μελισσών
    - το σμήνος των μελισσών
    - το μελίσσι
  2. (μεταφορικά) τόπος ασταμάτητης και οργανωμένης εργασίας
     συνώνυμα: fourmilière

Β.

 συνώνυμα: ruché