ruĝa
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ruĝa | ruĝaj |
αιτιατική | ruĝan | ruĝajn |
ruĝa (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ruĝa | ruĝaj |
αιτιατική | ruĝan | ruĝajn |
ruĝa (eo)