reduktado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | reduktado | reduktadoj |
αιτιατική | reduktadon | reduktadojn |
reduktado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | reduktado | reduktadoj |
αιτιατική | reduktadon | reduktadojn |
reduktado (eo)