ενικός         πληθυντικός  
publication publications

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

publication (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η δημοσίευση, η έκδοση, η ενέργεια του να δημοσιεύω/εκδίδω ένα βιβλίο, περιοδικό, κτλ.· το δημοσίευμα, η έκδοση, η δημοσίευση, ένα βιβλίο, περιοδικό κτλ. που δημοσιεύεται/εκδίδεται
    παράδειγμα  publication of conference proceedings - δημοσίευση των πρακτικών του συνεδρίου
    παράδειγμα  newspaper publication - έκδοση εφημερίδας
    παράδειγμα  a scientific publication - επιστημονικό δημοσίευμα
    παράδειγμα  a monthly publication - μια μηνιάτικη έκδοση
    παράδειγμα  a scientist with many publications - επιστήμονας με πολλές δημοσιεύσεις
    παράδειγμα  Given that there is no financial leeway, publication of the magazine should be discontinued.
    Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν τα οικονομικά περιθώρια, θα πρέπει να διακοπεί η έκδοση του περιοδικού.
  2. (μη μετρήσιμο) η γνωστοποίηση, η δημοσίευση, η ενέργεια του να γνωστοποιώ/δημοσιεύω κάτι για να είναι γνωστό στο κοινό
    παράδειγμα  the publication of the results - η γνωστοποίηση/δημοσίευση των αποτελεσμάτων

Αναφορές

επεξεργασία
  1. publication, στο λεξικό Merriam-Webster

Ουσιαστικό

επεξεργασία

publication (fr) θηλυκό

  1. η δημοσιοποίηση
  2. η ανάρτηση