publication
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
publication | publications |
Ετυμολογία
επεξεργασία- publication < (κληρονομημένο) μέση αγγλική publicacioun < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική publicacion < λατινική publicatio[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˌpʌblɪˈkeɪʃən/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpublication (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η δημοσίευση, η έκδοση, η ενέργεια του να δημοσιεύω/εκδίδω ένα βιβλίο, περιοδικό, κτλ.· το δημοσίευμα, η έκδοση, η δημοσίευση, ένα βιβλίο, περιοδικό κτλ. που δημοσιεύεται/εκδίδεται
- ⮡ publication of conference proceedings - δημοσίευση των πρακτικών του συνεδρίου
- ⮡ newspaper publication - έκδοση εφημερίδας
- ⮡ a scientific publication - επιστημονικό δημοσίευμα
- ⮡ a monthly publication - μια μηνιάτικη έκδοση
- ⮡ a scientist with many publications - επιστήμονας με πολλές δημοσιεύσεις
- ⮡ Given that there is no financial leeway, publication of the magazine should be discontinued.
- Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν τα οικονομικά περιθώρια, θα πρέπει να διακοπεί η έκδοση του περιοδικού.
- (μη μετρήσιμο) η γνωστοποίηση, η δημοσίευση, η ενέργεια του να γνωστοποιώ/δημοσιεύω κάτι για να είναι γνωστό στο κοινό
- ⮡ the publication of the results - η γνωστοποίηση/δημοσίευση των αποτελεσμάτων
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ publication, στο λεξικό Merriam-Webster
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpublication (fr) θηλυκό