porte-cartes
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
porte-cartes | porte-cartes |
porte-cartes (fr) αρσενικό
- μικρό πορτοφόλι με διάφανες θήκες όπου βάζουμε ταυτότητες, διάφορες κάρτες, φωτογραφίες, εισιτήρια, κλπ.