Ετυμολογία

επεξεργασία
porte-cartes < porter + carte

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɔʁ.tkaʁt/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
porte-cartes porte-cartes

porte-cartes (fr) αρσενικό