podcast
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- podcast < συμφυρμός των iPod + broadcast[1]
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
podcast | podcasts |
podcast (en)
- (διαδίκτυο) πρόγραμμα το οποίο παράγεται σε τακτική βάση, διανέμεται μέσω διαδικτύου σε συμπιεσμένη ψηφιακή μορφή και έχει σχεδιαστεί για αναπαραγωγή σε υπολογιστές ή φορητές συσκευές
Συγγενικά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | podcast |
γ΄ ενικό ενεστώτα | podcasts |
αόριστος | podcasted |
παθητική μετοχή | podcasted |
ενεργητική μετοχή | podcasting |
podcast (en)
- (μεταβατικό) διανέμω ένα πρόγραμμα μέσω διαδικτύου σε τακτική βάση