Ετυμολογία

επεξεργασία
podcaster < podcast + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
podcaster podcasters

podcaster (en)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
podcaster < (άμεσο δάνειο) αγγλική podcaster < podcast + -er

podcaster (fr)

  1. (πληροφορική) διαθέτω στο Ίντερνετ αρχεία βίντεο ή ηχητικά για να χρησιμοποιούνται από τους χρήστες
  2. τηλεφορτώνω αρχεία

Συγγενικά

επεξεργασία