podcaster
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
podcaster | podcasters |
podcaster (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- podcaster < (άμεσο δάνειο) αγγλική podcaster < podcast + -er
Ρήμα
επεξεργασίαpodcaster (fr)
- (πληροφορική) διαθέτω στο Ίντερνετ αρχεία βίντεο ή ηχητικά για να χρησιμοποιούνται από τους χρήστες
- τηλεφορτώνω αρχεία