Ετυμολογία

επεξεργασία
pivotal < pivot + -al

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpɪvətəl/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός pivotal
συγκριτικός more pivotal
υπερθετικός most pivotal

pivotal (en)

  1. αξονικός, κεντρικός
  2. καθοριστικός, σημαντικός, καίριος