Ετυμολογία

επεξεργασία
pipio < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pip-

pipio

  1. τιτιβίζω
    Sed circumsiliens modo huc modo illuc / ad solam dominam usque pipiabat. (Κάτουλλος, Carmina, III, 10-11)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pipio θηλυκό

  1. πιτσουνάκι που τιτιβίζει
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική pipio pipionēs
γενική pipionis pipionum
δοτική pipionī pipionibus
αιτιατική pipionem pipionēs
κλητική pipio pipionēs
αφαιρετική pipione pipionibus
(γ' κλίση)